top of page

Οι αγχώδεις διαταραχές είναι από τις διαταραχές που παρουσιάζονται με τη μεγαλύτερη συχνότητα κατά την παιδική και εφηβική ηλικία. Στον παιδικό πληθυσμό η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους κυμαίνεται μεταξύ 3-18%. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι σε όλο το φάσμα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, τα κορίτσια εμφανίζουν συμπτώματα άγχους με μεγαλύτερη συχνότητα  σε σύγκριση με τα αγόρια.

Oι αγχώδεις διαταραχές που μπορεί να εκδηλώσει ένα άτομο παιδικής και εφηβικής ηλικίας σύμφωνα με το DSM – IV είναι οι εξής:

Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής / υπερκινητικότητα είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή οργανικής αιτιολογίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ – Υ είναι η εκδήλωση συμπτωμάτων απροσεξίας και  παρορμητικότητας  / υπερκινητικότητας σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες  για:


α) συγκέντρωση της προσοχής τους,
β) αναστολή των παρορμήσεών τους και
γ) ρύθμιση της συμπεριφοράς τους σύμφωνα με συγκεκριμένους κοινωνικούς κανόνες.

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της κατάθλιψης σε παιδιά σχολικής και εφηβικής ηλικίας. Ο όρος κατάθλιψη χρησιμοποιείται με την έννοια ενός συνδρόμου, ενός συνδυασμού δηλαδή συμπτωμάτων στενοχώριας, μοναξιάς και νευρικότητας τα οποία έπονται ενός οδυνηρού γεγονότος αλλά υποχωρούν σε εύλογο χρονικό διάστημα. Επίσης, ο όρος κατάθλιψη αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη διαταραχή είτε πρόκειται για το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο είτε στα πλαίσια ενός μεικτού επεισοδίου στην οποία τα συμπτώματα .....

Διαταραχή πανικού

Η προσβολή πανικού εκδηλώνεται με έντονο φόβο ή δυσφορία, κατά την οποία το άτομο βιώνει ένα οξύ επεισόδιο άγχους.  Οι έφηβοι με διαταραχή πανkιού αρχίζουν να αποφεύγουν καταστάσεις ή δραστηριότητες στις οποίες έτυχε στο παρελθόν να προσβληθούν από πανικό. Η τάση αποφυγής αυτών των καταστάσεων είναι πιο έντονη όταν εκτιμάται ότι δεν θα βρίσκεται κοντά του κάποιο οικείο πρόσωπο για να το βοηθήσει και μπορεί να οδηγήσει και στην εκδήλωση αγοραφοβίας.

Αν και στον παιδικό πληθυσμό η διαταραχή πανικού είναι σπάνια, διαφαίνεται ότι η διαταραχή άγχους του αποχωρισμού είναι πιθανό να αποτελεί μια πρώιμη μορφή προσβολής πανικού η οποία στην εφηβεία εξελίσσεται σε διαταραχή πανικού. Υπολογίζεται ότι το 30% των παιδιών με άγχος αποχωρισμού εκδηλώνουν διαταραχή πανικού και αγοραφοβία.

Ειδική φοβία

Οι ειδικές φοβίες διακρίνονται από τους φυσιολογικούς  φόβους που βιώνει ένα παιδί  στην καθημερινοτητά με βάση την ένταση, την συχνότητα και την έκπτωση που προκαλούν στην λειτουργικότητα του. Αναλυτικότερα, οι φοβικές αντιδράσεις είναι υπερ­βολικές και δυσανάλογες των απαιτήσεων της συγκεκριμένης κατά­στασης, εκδηλώνονται παρά τη θέληση του ατόμου, οδηγούν στην αποφυγή του φοβικού ερεθίσματος, επιμένουν στο χρόνο και δεν διευκολύνουν το άτομο στην αποτελεσματική του προσαρμογή. Οι πιο συνηθισμένες φοβίες στα παιδιά αφορούν τα ύψη, το σκοτάδι, τους κεραυνούς και τα σκυλιά.

Τα παιδιά είναι πιθανό να μην αντιλαμβάνονται πάντα πότε οι φό­βοι τους είναι υπερβολικοί ή αδικαιολόγητοι.

Κοινωνική φοβία

Βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής φοβίας είναι ο έντονος και επίμονος φόβος που διακατέχει το άτομο σε μια ή περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις. Το άτομο φοβάται ότι θα περιέλθει σε κατάσταση αμηχανίας και σύγχυσης και αποφεύγουν τις καταστάσεις αυτές ή τις υπομένουν βιώνοντας έντονο άγχος.

Τα παιδιά και οι έφηβοι με κοινωνική φοβία έχουν συνήθως πολύ λίγους φίλους, είναι απρόθυμοι να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και θεωρούνται ήσυχοι και συνεσταλμένοι τόσο από τους γονείς  και από τους συνομηλίκους τους. Στο σχολείο, τα παιδιά με κοινωνική φοβία εμφανίζονται ως ιδιαίτερα φοβισμένα σε ένα ευρύ φάσμα τάσεων, όπως για παράδειγμα όταν χρειάζεται να διαβάσουν φωναχτά  να πάρουν το λόγο στη τάξη, να ζητήσουν βοήθεια από τον δάσκαλο. Παρόμοια αποφευκτική συμπεριφορά είναι πιθανό να εκδηλώνεται ακόμη και στο σπίτι. Τα παιδιά με κοινωνική φοβία ενδέχεται να μην απαντούν στο τηλέφωνο και να απομονώνονται όταν έχουν επισκέπτες. Η κοινωνική φοβία συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία και σπανιό­τερα μπορεί να διαγνωστεί σε παιδιά κάτω των δέκα ετών.

Διαταραχή μετά από τραυματικό στρες

Τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή παρουσιάζουν επίμονο άγχος, ως επακόλουθο ενός τραυματικού γεγονότος που βίωσαν και το οποίο είναι ασυνήθιστο στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας. Τέτοιου εί­δους γεγονότα μπορεί να είναι κάποιες φυσικές καταστροφές όπως, για παράδειγμα, ένας σεισμός ή περιστάσεις κατά τις οποίες το παιδί γίνε­ται αυτόπτης μάρτυρας κάποιου εγκλήματος, βιασμού, βασανισμού ή άλλης βίαιης ενέργειας.

Οι αντιδράσεις του παιδιού με τη διαταραχή αυτή περιλαμβάνουν έντονους και επίμονους φόβους, αίσθημα αβοήθητου ή τρόμο. Οι αντι­δράσεις αυτές στα παιδιά συχνά μπορεί να εκφράζονται με αποδιορ­γανωμένη ή διεγερτική συμπεριφορά. Το τραυματικό γεγονός αναβιώνεται από το άτομο με διάφορους τρόπους, όπως: α) επαναλαμβανόμε­νες και παρείσακτες ενοχλητικές ανακλήσεις του γεγονότος, β) επανει­λημμένα ενοχλητικά όνειρα τα οποία σχετίζονται με το τραυματικό γε­γονός, γ) συναισθήματα αναβίωσης του γεγονότος και δ) έντονες ενο­χλήσεις από νύξεις οι οποίες μπορεί να του θυμίζουν το τραυματικό γεγονός.

Το παιδί μπορεί να έχει διαταραχές ύπνου, εκρήξεις θυμού, δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής και να αντιδρά με υπερβολή στο ξάφνιασμα όπως επίσης          να διακρίνεται από αίσθημα αποξένωσης ή απομάκρυνσης από τους άλλους.

Γενικευμένη αγχώδης διαταραχή

Τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή νιώθουν να βρίσκονται σε κατά­σταση έντασης και συχνά αδυνατούν να χαλαρώσουν λόγω της πολύ μεγάλης τους ανησυχίας. Συχνά μπορεί να ανησυχούν υπερβολικά για τις επιδόσεις τους στο σχολείο, για τις σχέσεις τους με τα άλλα παιδιά και πολλές φορές δίνουν την εντύπωση του τελειομανή. Τα παιδιά με  γενικευμένη αγχώδη διαταρα­χή συνήθως υπερεκτιμούν το ενδεχόμενο των αρνητικών συνεπειών ορισμένων καταστάσεων σε βαθμό που πολλές φορές βιώνουν συνθή­κες επερχόμενης καταστροφής, ενώ ταυτόχρονα νιώθουν αδύναμα και ανήμπορα να αντιμετωπίσουν τις εξελίξεις που προβλέπουν ότι μπορεί να ακολουθήσουν.

Διαταραχή Διαγωγής

Η εκδήλωση επιθετικής συμπεριφοράς εντάσσεται στις δυσκολίες προσαρμογής ή αλλιώς συμπτώματα προβληματικής συμπεριφοράς που εμφανίζουν ταπαιδιά και οι έφηβοι. Εκτιμάται ότι το ένα τρίτο έως ένα δεύτερο των παιδιών που παραπέ­μπονται στις ιατροπαιδαγωγικές υπηρεσίες εκδηλώνουν εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς που περιγράφονται με τον όρο 'διαταραχή δια­γωγής', ενώ το ποσοστό αυτό για τους εφήβους αγγίζει το 70%.

 Η επιθετικότητα σε ανθρώπους και ζώα και εκδηλώνεται, κυρίως  με άσκηση σωματική, λεκτικής και ψυχολογικής βίας, Επίσης,  η καταστροφή ιδιοκτησίας, η οποία εκ­δηλώνεται με την πρόκληση φωτιάς ή με άλλο τρόπο, όπως και οι κλοπές  αποτελούν  ενδείξεις της διαταραχής   Τέλος, η τέταρτη κατηγορία είναι οι συχνές παραβιάσεις κανόνων,  όπως η συχνή παραμο­νή εκτός σπιτιού τη νύχτα χωρίς τη γονεϊκή άδεια (με έναρξη πριν την ηλικία των 13 ετών), η απομάκρυνση από το σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι συχνές αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο.

 Η συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής διαφέρει ανάλο­γα με το φύλο και την ηλικία του παιδιού. Οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα εμφάνισης της διαταραχής στα παιδιά και στους εφήβους κυμαίνονται μεταξύ 1-10% (Zoccolillo, 1993). Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, η διαταραχή διαγωγής εμφανίζεται στα αγόρια με συχνότητα πολύ μεγαλύτερη από αυτή των κο­ριτσιών. Συγκεκριμένα, στα τέσσερα αγόρια με διαταραχή διαγωγής αντιστοιχεί ένα μόνο κορίτσι

Εναντιωτική προκλητική διαταραχή

Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή αποτελεί ένα από τα πιο συχνά προβλήματα των παιδιών που παραπέμπονται. Χαρακτηρίζεται από αρνητισμό, έλλειψη συνεργατικής διάθεσης, έλλειψη υπακοής, προκλητική και αντιδραστική συμπεριφορά. Η αντιδραστική συμπεριφορά κατά την νηπιακή ηλικία εντάσσεται στα πλαίσια της φυσιολογικής ανάπτυξης. Η αυξημένη τάση του νηπίου για αυτάρκεια, αυτονομία και ανάληψη πρωτοβουλιών εκδηλώνεται ενίοτε με πείσμα, αρνητισμό και ανυπακοή. Στις περιπτώσεις όμως εκείνες που τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα και υπερβολική ένταση, συνεχίζονται κατά τη παιδική ηλικία και αποτελούν βασικό παράγοντα της διατάραξης των σχέσεων με τους ενηλίκους και τους συνομηλίκους τότε ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη εναντιωτικής προκλητικής διαταραχής.

Η εναντιωτική προκλητική διαταραχή παρουσιάζεται στο γενικό πληθυσμό με συχνότητα 6 – 10. Το 50% των παιδιών με εναντιωτική προκλητική διαταραχή συνεχίζει να παρουσιάζει αυτή τη διαταραχή στην εφηβεία, το 25% αναπτύσσει επιπλέον συμπτώματα διαταραχή διαγωγής ενώ στο 25% τα συμπτώματα υποχωρούν.

Αν και η εναντιωτική προκλητική διαταραχή αποτελεί κυρίως διαταραχή της συμπεριφοράς,  χαρακτηρίζεται από  γνωστικές συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες. Όσον αφορά τη γνωστική ανάπτυξη, τα παιδιά με εναντιωτική προκλητική διαταραχή χαρακτηρίζονται από αδυναμία εσωτερίκευσης των κοινωνικών κανόνων και των κοινωνικά αποδεκτών προτύπων συμπεριφοράς και από αποδοτικό στυλ. Ερμηνεύουν τις αλληλεπιδράσεις ως απειλητικές και αντιδρούν με επιθετικότητα και προκλητική συμπεριφορά. Ο θυμός και η ευερεθιστότητα αποτελούν τα κυρίαρχα συναισθήματα των παιδιών  με εναντιωτική προκλητική διαταραχή. Η σχέση των γονέων – παιδιών χαρακτηρίζεται από αποτυχία συμμόρφωσης των παιδιών με  τις απαιτήσεις και τους κανόνες των γονέων και  από χρήση τιμωρητικών μεθόδων επιβολή της πειθαρχίας. Οι γονείς χρησιμοποιούν συχνά απειλητικό ύφος, επιβάλουν  σωματικές τιμωρίες και δίνουν στα παιδιά τους περισσότερες εντολές και οδηγίες χωρίς μάλιστα να τους αφήνουν τον απαραίτητο χρόνο για να συμμορφωθούυ και δεν τροποποιούν τη συμπεριφορά τους ανάλογα με το επίπεδο επιτυχίας του παιδιού

Please reload

© 2014  created with Wix.com

Success! Message received.

bottom of page